- εὐκύμαντος
- εὐκύμαντος [ῡ], ον,A easily made to undulate,
ἐποχαί Nicom. Harm. 3
([comp] Comp.).II metaph., strong-surging,εἰς θυμόν Eust. 1392.49
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐποχαί Nicom. Harm. 3
([comp] Comp.).εἰς θυμόν Eust. 1392.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκύμαντος — εὐκύμαντος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα 2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυμαντος (< κυμαίνω) πρβλ. α κύμαντος] … Dictionary of Greek
εὐκύμαντον — εὐκύμαντος easily made to undulate masc/fem acc sg εὐκύμαντος easily made to undulate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκυμάντῳ — εὐκύμαντος easily made to undulate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκυμαντοτέρας — εὐκυμαντοτέρᾱς , εὐκύμαντος easily made to undulate fem acc comp pl εὐκυμαντοτέρᾱς , εὐκύμαντος easily made to undulate fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)